παμπήδην

παμπήδην
παμπήδην
entirely
indeclform (adverb)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παμπήδην — (Α, Μ παμπηδόν και παμπηδονίς) επίρρ. καθ ολοκληρίαν, εντελώς, ολότελα («παμπήδην λαὸς πᾱς κατέφθαρται δορί», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πάμπαν*, κατά τα επιρρ. σε ήδην / ηδόν (πρβλ. υποβλ ήδην). Το επίρρ. δεν συνδέεται με την οικογένεια τών πέπαμαι …   Dictionary of Greek

  • περιπτυχής — ές, Α (ποιητ. τ.) 1. αυτός που είναι τοποθετημένος γύρω από κάτι και τό σκεπάζει εντελώς («ἀλλά νιν περιπτυχεῑ φάρει καλύψω τῷδε παμπήδην», Σοφ.) 2. αυτός που έχει πέσει ολόκληρος γύρω ή πάνω σε κάτι («νεοσφαγὴς κεῑται, κρυφαίῳ φασγάνῳ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”